- πανίχνιον
- πᾰνίχνιον, τό,A the whole track, Opp.C.1.454 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανίχνιον — τὸ, Α στον πληθ. τά πανίχνια το σύνολο τών ιχνών τού θηρευόμενου θηρίου («μυξωτῆρσι κύνες δὲ πανίχνια σημήναντο», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἴχνιον (< ἴχνος), πρβλ. εν ίχνιον] … Dictionary of Greek
πανίχνια — πανίχνιον the whole track neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)